προθλώ

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
συντρίβω κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + θλῶ, -άω «συντρίβω»].