προθυμοποιούμαι

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

προθυμοποιοῦμαι, -έομαι, ΝΜΑ προθυμοποιός
νεοελλ.
προσφέρομαι πρόθυμα, δείχνω προθυμία
μσν.
ενεργ. προθυμοποιῶ, -έω
ενθαρρύνω
αρχ.
ενθαρρύνω («πολλοὺς καὶ τῶν ἄλλων προεθυμοποιοῦν το εἰς τοὺς ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας κινδύνους», Διόδ.).