προθυμοποιός

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ενθαρρύνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθυμος + -ποιός].