προιάρι

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

και προιάριο και πριάρι το, Ν
υπόπλωτο και αβαθές πλοιάριο για αλιεία σε λιμνοθάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοιάριον (< πλοῖον), με αφομοιωτική τροπή του -λ- σε -ρ-].