προκαταμανθάνω

English (LSJ)

learn or consider first, -μεμαθηκέναι Antyll. ap. Orib.8.5.1, cf. D.C.52.33.

German (Pape)

[Seite 728] (s. μανθάνω), vorher kennen lernen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταμανθάνω: μανθάνωἐξετάζω ἐκ τῶν προτέρων, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 383, Δίων Κ. 52. 33, κτλ.

Greek Monolingual

Α
μαθαίνω ή εξετάζω κάτι ακριβώς εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταμανθάνω «μαθαίνω καλά, παρατηρώ, εξετάζω»].