καταμανθάνω
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
English (LSJ)
A pf. -μεμάθηκα Hp.Art.8,X.Cyr.1.1.1:—observe well, examine closely, τὴν στρατιήν Hdt.7.146; τὸν Οἰνέα Timocl.6.16, cf. 10; τὸ τραῦμα Plu.Dio34; look to, inspect, τὸν ἐλαιῶνα PFay.114.11 (100 A.D.); κ. ἤν που… X.Oec.12.3.
2 learn, acquire knowledge of, Pl.Tht.198d, etc.; ὑπακούειν how to obey, v.l. in X.Oec.13.7.
3 perceive with the senses, observe, Arist.Pr.960a7: more commonly with the mind, understand, perceive, observe, οὐκ ὀρθῶς κ. Pl.Prm. 128a; εἰ ἄρα μου καταμανθάνετε ὃ λέγω Id.Lg.689c; ἐκ τῶν νόμων κ. τοὺς λόγους εἰ ὀρθῶς… Antipho 5.14; κ. ὁπόσα θνητῇ φύσει δυνατά Pl. Epin.986c; κ. ὅτι… Hp.l.c.; ῥᾴδιον τοῦτο κ., ὅτι… Arist.Pol.1285a1: pf., to be aware, Λυκοῦργον -μεμάθηκας ὅτι… X.Mem.4.4.15: c. acc. et part., κ. πολλοὺς ἔχοντάς τι Id.Cyr.1.1.1; καταμαθόντες μιν ἀγοράζοντα Hdt.4.164; κ. τινὰ θύοντα X.Mem.1.4.2; καταμαθὼν δὲ… καταστασιαζόμενος that a party was being formed against him, Id.HG 1.6.4: καταμαθεῖν τοῦ Κύρου δοκοῦμεν, ὡς… Id.Cyr.8.1.40.
4 consider, τι Id.An.3.1.44; ὅτι… Id.Cyr.7.5.80, etc.
German (Pape)
[Seite 1362] (s. μανθάνω), verstärktes simpl., erlernen, begreifen, verstehen; Plat. Theaet. 198 d; οὕτω λέγεις ἢ ἐγὼ οὐκ ὀρθῶς καταμανθάνω; Parm. 128 a, öfter; Xen. u. Folgde, καταμεμαθηκὼς τὴν ἀνάβασιν, der da kannte, Xen. Cyr. 7, 2, 3; – c. partic., καταμαθὼν αὐτὸν οὔτε θύοντα τοῖς θεοῖς Xen. Mem. 1, 4, 2; bemerken, μετεωριζόμενον καπνόν Cyr., 6, 3, 5; auch τινός τι, εἰ ἄρ' ἐμοῦ καταμανθάνετε ὃ λέγω Plat. Legg. III, 689 c, wie καταμαθεῖν δὲ τοῦ Κύρου δοκοῦμεν, ὡς ἐνόμιζε, wir glauben an oder von dem Kyrus bemerkt zu haben, daß er, Xen. Gyr. 8, 1, 40; Λυκοῦργον καταμεμάθηκας ὅτι ἐποίησε Mem. 4, 4, 15. – Auch auskundschaften, ausforschen, Her. 7, 146; vgl. Xen. Oec. 12, 3; τραῦμα, die Wunde untersuchen, Plut. Dion. 34.
French (Bailly abrégé)
I. chercher à connaître ; examiner avec soin, acc.;
II. percevoir par les sens :
1 observer, remarquer : τινος ὡς remarquer au sujet de qqn que;
2 apprendre ; savoir, être informé de, instruit de : τι de qch ; τινα ποιοῦντα XÉN que qqn fait… ; καταμαθὼν καταστασιαζόμενος XÉN ayant appris qu'un parti se formait contre lui ; au pf. avoir appris, savoir, acc..
Étymologie: κατά, μανθάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-μανθάνω nauwkeurig bekijken:. στρατιήν het leger bespioneren Hdt. 7.146.1; τὸ τραῦμα de wond inspecteren Plut. Dion 34.6; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνουσιν beziet de leliën des velds, hoe ze groeien NT Mt. 6.28. bemerken, begrijpen, inzien:; εἰ ἄρα μου καταμανθάνετε... ὃ λέγω als jullie begrijpen wat ik bedoel Plat. Lg. 689c; met ὡς- of ὅτι- zin:; ῥᾴδιον δὴ τοῦτό γε καταμαθεῖν, ὅτι... dit is natuurlijk gemakkelijk in te zien, dat... Aristot. Pol. 1285a1; κ. ὁπόσα θνητῇ φύσει δυνατά begrijpen zoveel als mogelijk is voor de menselijke natuur Plat. Epin. 986c; met acc. en ptc.:; καταμαθόντες ἀγοράζοντα κτείνουσι toen ze hem op de markt zagen lopen, doodden zij hem Hdt. 4.164.4; met NcP:; καταμαθών... ὑπὸ τῶν Λυσάνδρου φίλων καταστασιαζόμενος toen hij door had dat door Lysander en zijn vrienden tegen hem werd samengespannen Xen. Hell. 1.6.4; perf. weten, zich realiseren:. καταμεμάθηκας οὖν τοὺς τί ποιοῦντας τὸ ὄνομα τοῦτο ἀποκαλοῦσιν; realiseer jij je dus wat mensen doen waardoor zij die naam hebben gekregen? Xen. Mem. 2.2.1.
Russian (Dvoretsky)
καταμανθάνω: (fut. καταμᾰθήσομαι)
1 обследовать, высматривать, разведывать (τὴν βασιλέος στρατιήν Her.);
2 исследовать, осматривать (τὸ τραῦμα Plut.);
3 основательно изучать, хорошо усваивать (τι Plat.; ἐκ τῶν γινομένων Arst.): καταμεμαθηκὼς κατάβασιν εἰς τὸν ποταμὸν καὶ ἀνάβασιν τὴν αὐτήν Xen. хорошо знающий дорогу к реке и обратно;
4 узнавать, обнаруживать: καταμαθὼν καταστασιαζόμενος Xen. обнаружив, что ему оказывается сопротивление;
5 замечать, видеть (μετεωριζόμενον καπνόν Xen.): καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει NT взгляните, как растут полевые лилии;
6 понимать (οὕτω λέγεις ἢ ἐγὼ οὐκ ὀρθῶς καταμανθάνω; Plat.).
English (Strong)
from κατά and μανθάνω; to learn thoroughly, i.e. (by implication) to note carefully: consider.
English (Thayer)
2nd aorist κατέμαθον; met with from Herodotus down; especially frequent in Xenophon, and Plato; "to learn thoroughly (see κατά, III:1), examine carefully; to consider well": τί followed by πῶς, παρθένον, κάλλος ἀλλότριον, ibid. 8.)
Greek Monolingual
(AM καταμανθάνω)
μαθαίνω καλά
αρχ.
1. παρατηρώ με προσοχή, εξετάζω από κοντά
2. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις, παρατηρώ
3. ανακαλύπτω.
Greek Monotonic
καταμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, αόρ. βʹ κατ-εμάθον·
1. παρατηρώ προσεκτικά, εξετάζω επισταμένως, μελετώ από κοντά, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. μαθαίνω τέλεια, τι, σε Πλάτ. κ.λπ.
3. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω, στον ίδ. κ.λπ.
4. ανακαλύπτω, βρίσκω, με μτχ., καταμαθόντες μιν ἀγοράζοντα, σε Ηρόδ.· κ. τινὰ θύοντα, σε Ξεν.
5. μαθαίνω εντελώς, και στον παρακ., έχω μάθει, είμαι ενήμερος, έχω επίγνωση, στον ίδ.
6. παρατηρώ, τι, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
καταμανθάνω: μέλ. μᾰθήσομαι. Παρατηρῶ καλῶς, ἐκ τοῦ πλησίον ἐξετάζω, τὴν στρατιὴν Ἡρόδ. 7. 146· κ. τὸν Οἰνέα Τιμοκλ. Διον. 1. 16, πρβλ. 10· τὸ τραῦμα Πλουτ. Δίων 34· κ. ἤν που… Ξεν. Οἰκ. 12. 3· καταμ. καπνὸν μετεωριζόμενον ἢ κονιορτὸν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 3, 5· ὑπακούειν, νὰ ὑπακούω, Ξεν. Οἰκ. 13. 7. 2) παρατηρῶ, ἀντιλαμβάνομαι διὰ τῶν αἰσθήσεών μου, βλέπω, Ἀριστ. Προβλ. 31. 25, 2· συνηθέστερον διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοῶ, οὐκ ὀρθῶς κ. Πλάτ. Παρμ. 128Α· εἰ ἄρ’ ἐμοῦ καταμανθάνετε ὃ λέγω ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 689C· οὕτως, ἐκ τῶν νόμων κ. τοὺς λόγους εἰ ὀρθῶς Ἀντιφ. 131. 9· πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 1, 10· κ. ὁπόσα θνητῇ φύσει δυνατὰ Πλάτ. Ἐπιν. 986C· τοὺς δυναμένους καταμανθάνειν διδάσκει δικαιοσύνην Ξεν. Οἰκ. 5, 12. 3) ἀνακαλύπτω ὅτι, μετὰ μετοχ., καταμαθόντες μιν ἀγοράζοντα Ἡρόδ. 4. 164· κ. τινὰ θύοντα Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 2· καταμαθὼν δὲ… καταστασιαζόμενος, ὅτι στάσις ἐσχηματίζετο ἐναντίον του, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 6, 4· ὡσαύτως, ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., καταμαθεῖν τοῦ Κύρου δοκοῦμεν, ὡς…, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 1, 40· κ. ὅτι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 2. 4) μανθάνω ἐντελῶς, πάλιν κ. Πλάτ. Θεαίτ. 198D· ἐν τῷ πρκμ., ἔχω μάθει, «εἶμαι ἐν γνώσει», Λυκοῦργον καταμεμάθηκας, ὅτι… Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 15, πρβλ. Κύρ. 1. 1, 1. 5) θεωρῶ, παρατηρῶ, τι ὁ αὐτ. Ἀν. 3. 1, 44· ὅτι… ἐν Κύρ. 7. 5, 80, κτλ.
Middle Liddell
fut. -μᾰθήσομαι aor2 κατ-εμάθον
1. to observe well, examine closely, Hdt., Xen.
2. to learn thoroughly, τι Plat., etc.
3. to perceive, understand, Plat., etc.
4. to discover, find, c. part., καταμαθόντες μιν ἀγοράζοντα Hdt.; κ. τινὰ θύοντα Xen.
5. to learn thoroughly, and in perf. to have learnt, to be aware, Xen.
6. to consider, τι Xen.
Chinese
原文音譯:katamanq£nw 卡他-曼他挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-學
字義溯源:透徹的學,觀察,仔細的考慮,思考,想;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(μανθάνω)*=學)組成。參讀 (ἀναλογίζομαι)同義字
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 你們當思考(1) 太6:28