προξενεύω

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

Ν
1. μεσολαβώ για τη σύναψη συνοικεσίου («του προξενεύει ένα όμορφο κορίτσι»)
2. μεσολαβώ για τη σύναψη συμφωνίας, κυρίως για μίσθωση υπηρεσιών («αυτός που μού προξένεψες αποδείχθηκε ανέντιμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προξενώ, κατά το παντρ-εύω].