προπάνιο
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
το, Ν
χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένος υδρογονάνθρακας, γνωστή και ως διμεθυλομεθάνιο, που αποτελεί συστατικό τών φυσικών αερίων καθώς και τών ελαφρών κλασμάτων και τών αέριων προϊόντων που παράγονται κατά τη διΰλιση του αργού πετρελαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. propane < prop- (< pro-pionic acid < προ- + πίων «παχύς») + κατάλ. της χημ. ορολογίας -ane].