προπιτνέω

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

German (Pape)

[Seite 740] (s. πιτνέω), u. προπίτνω, vor Einem niederfallen; ἐς γᾶν προπιτνοῦντες, Aesch. Pers. 580; bes. flehend, Soph. El. 1372.