πιτνέω

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

German (Pape)

[Seite 621] (s. πίτνω), poet. Nebenform von πίπτω, gew. mit dem Nebenbegriff eines dauernden Fallens, also sinken, niedersinken; πιτνεῖ χαμαί, Pind. P. 8, 97; πένθος ἐπίτνει βαρύ, Ol. 2, 25; ἐπειδὴ πιτνεῖ δόμος Δίκας, Aesch. Eum. 491; auch wie πίπτω übertr., ταραγμὸς ἐς φρένας πιτνεῖ, Ch. 1052; πιτνεῖ δ' ἐν ἐνύδρῳ τεύχει, Ag. 1099; βωμῷ πρὸς θεοδμήτῳ πιτνεῖ, Eur. Hec. 23; εἰς ἀγῶνα, Or. 1538; ἐπ' οὖδας, Med. 1095; οἷος κέλαδος ἐν δόμοις πιτνεῖ, Hipp. 576, vgl. Alc. 102 Troad. 463.

Russian (Dvoretsky)

πιτνέω: (только praes. и impf.) Pind. = πίπτω.