προπληρώνω

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

Ν
πληρώνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων, προκαταβάλλω την αξία πράγματος ή την αμοιβή εργασίας.