προσέλκυση
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσελκύω, το να έλκει κανείς κάτι προς το μέρος του, έλξη, τράβηγμα («η προσέλκυση της βάρκας»)
2. μτφ. το να γοητεύει κανείς κάποιον και να τον φέρνει κοντά του («η προσέλκυση πελατών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις ωραίες πωλήτριες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσελκύω. Η λ., στον λόγιο τ. προσέλκυσις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εστία].