προσδεύομαι
From LSJ
διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing
Russian (Dvoretsky)
προσδεύομαι: дор. ποτιδεύομαι = προσδέομαι.
German (Pape)
poet. statt προσδέομαι, Theocr. 5.63, in dor. Form ποτιδεύομαι.
διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing
προσδεύομαι: дор. ποτιδεύομαι = προσδέομαι.
poet. statt προσδέομαι, Theocr. 5.63, in dor. Form ποτιδεύομαι.