ποτιδεύομαι
From LSJ
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
English (LSJ)
Dor. for προσδέομαι, Theoc.5.63.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτιδεύομαι Dor. med. van 2. προσδέω.
German (Pape)
dorische Form statt προσδεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ποτιδεύομαι: дор. = προσδέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιδεύομαι: Δωρ. ἀντὶ προσδέομαι, Θεόκρ. 5. 63.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσδέομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + δεύομαι, δωρ. τ. του δέομαι].
Greek Monotonic
ποτιδεύομαι: Δωρ. αντί προσ-δέομαι.