προσεκσπώ

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

-άω, Α
αποσπώ κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκσπῶ «αποσπώ με τη βία»].