προσεκσπώ

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
αποσπώ κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκσπῶ «αποσπώ με τη βία»].