προσεκταράσσω
English (LSJ)
stir up still more, ib.463f, D.C. 61.8.
German (Pape)
[Seite 758] (s. ταράσσω), noch dazu, noch mehr verwirren, Plut. de cohib. ira 16 p. 451.
French (Bailly abrégé)
troubler en outre ou encore plus.
Étymologie: πρός, ἐκταράσσω.
Russian (Dvoretsky)
προσεκτᾰράσσω: атт. προσεκτᾰράττω еще больше расстраивать, раздражать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκτᾰράσσω: ἐκταράσσω, συνταράσσω ἐπὶ μᾶλλον, Πλούτ. 2. 463F, Δίων Κ. 61. 8.
Greek Monolingual
Α ἐκταράσσω
συνταράσσω επιπροσθέτως.