προσεπιπαρακαλώ

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
παρακαλώ, προσκαλώ, επικαλούμαι επί πλέον («ἐπὶ σὲ προσεπιπαρακαλέσω περὶ τῶν...», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐπὶ + παρακαλῶ «προσκαλώ»].