τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress
pf. de προσκόπτω.
προσκέκοφα indic. perf. act. van προσκόπτω.
προσκέκοφα: pf. к προσκόπτω.