προσπαίως

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à coup, soudain.
Étymologie: πρόσπαιος.

Russian (Dvoretsky)

προσπαίως: внезапно, вдруг Arst.