προσπαρακαλώ

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

-έω, Α
1. προσκαλώ κάποιον ακόμη
2. παρακινώ, παροτρύνω κάποιον επιπροσθέτως
3. δίνω μια επί πλέον διαταγή σε κάποιον.