προσυλλαμβάνω
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
συλλαμβάνω κάποιον ή κάτι πριν από κάποιον άλλο ή εκ τών προτέρων.