προσωπάρχης
From LSJ
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
Greek Monolingual
ο, Ν
διευθυντής του προσωπικού μιας υπηρεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο / προσωπ-ικό + -άρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Αγγ. Βλάχου].