προσωπάρχης

From LSJ

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397

Greek Monolingual

ο, Ν
διευθυντής του προσωπικού μιας υπηρεσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο / προσωπ-ικό + -άρχης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Αγγ. Βλάχου].