προσωπολάτρης

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

ο, θηλ. προσωπολάτρις N
o αφοσιωμένος σε ένα πρόσωπο με λατρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + λάτρης. Η λ., στον πληθ. προσωπολάτραι, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἑστία].