προσωπολάτρης

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

Greek Monolingual

ο, θηλ. προσωπολάτρις N
o αφοσιωμένος σε ένα πρόσωπο με λατρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + λάτρης. Η λ., στον πληθ. προσωπολάτραι, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἑστία].