προσωπολάτρης Search Google

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

ο, θηλ. προσωπολάτρις N
o αφοσιωμένος σε ένα πρόσωπο με λατρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + λάτρης. Η λ., στον πληθ. προσωπολάτραι, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἑστία].