προσωπολημψία

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσωπολημψία -ας, ἡ [προσωπολήμπτης] partijdigheid.

Chinese

原文音譯:proswpolhy⋯a 普羅士-哦坡-累普西阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:向著-意圖-得(著)
字義溯源:偏袒,偏見,偏待人,以貌待人;源自(προσωπολήμπτης / προσωπολήπτης)=以貌取人),由(πρόσωπον)=面前)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成,其中 (πρόσωπον)又由(πρός)=向著)與(ὠφέλιμος)X=容貌)組成,而 (πρός)出自(πρό)*=前), (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(4);羅(1);弗(1);西(1);雅(1)
譯字彙編
1) 偏待人(3) 羅2:11; 弗6:9; 西3:25;
2) 以貌待人(1) 雅2:1