πρυμνίτης

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175

Greek Monolingual

Μ
ως επίθ. ο πρυμνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. -ίτης].