πρυμνίτης
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
Greek Monolingual
Μ
ως επίθ. ο πρυμνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. -ίτης].
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
Μ
ως επίθ. ο πρυμνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. -ίτης].