πρωτευουσιάνος
Greek Monolingual
-α, -ικο, Ν
1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την πρωτεύουσα
2. ο κάτοικος της πρωτεύουσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεύουσα + κατάλ. -ιάνος (πρβλ. ζητ-ιάνος, καθαρευ-ουσ-ιάνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].