Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρωτευουσιάνος

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την πρωτεύουσα
2. ο κάτοικος της πρωτεύουσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεύουσα + κατάλ. -ιάνος (πρβλ. ζητ-ιάνος, καθαρευ-ουσ-ιάνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].