πρωτολάτης

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που προχωρεί πρώτος, που προηγείται από τους συμπορευομένους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί του ορθού πρωτ-ελάτης < πρωτ(ο)- + -ελάτης / -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. προλάτης].