κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
ο, θηλ. προλάτισσα, Νπροπορευόμενος οδηγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατηλάτης].