πρόσπλαστος

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source

German (Pape)

[Seite 778] (von προσπλάζω), annahbar, zugänglich, ἀνήμεροι γὰρ οὐδὲ πρόσπλαστοι ξένοις, Aesch. Prom. 718. (von προσπλάσσω), dazu od. daran gebildet, daran hangend, haftend.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abordable, accessible à, τινι.
Étymologie: προσπλάζω.

Russian (Dvoretsky)

πρόσπλαστος: v. l. πρόσπλᾱτος 2 доступный (ἀνήμεροι οὐδὲ πρόσπλα(σ)τοι ξένοις Aesch.).