πρόστηση
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν προΐστημι
(νομ.) ανάθεση της διεξαγωγής μιας υπηρεσίας με ευθύνη και εξάρτηση από τις οδηγίες του αναθέτοντος, χαρακτηριστικό στοιχείο της οποίας είναι η ύπαρξη σχέσης εξάρτησης αυτού που αναλαμβάνει την εκτέλεση της υπηρεσίας, και που λέγεται προστηθείς, προς εκείνον που του αναθέτει την υπηρεσία αυτή και λέγεται προστήσας.