πρώτιο

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

το, Ν
(πυρην. -χημ.) ονομασία που μερικές φορές χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό του ισοτόπου 1 του υδρογόνου (Η-1), όταν πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε αυτό και στα άλλα ισότοπά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protium < prot- (< πρώτος) + νεολατ. κατάλ. -ium].