πτερασπίς
From LSJ
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
Greek Monolingual
η, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ιχθυόμορφων σπονδυλοζώων, χωρίς σιαγόνες, το οποίο ανήκει στην οικογένεια τών οστρακόδερμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteraspis (< πτερό + ασπίδα)].