πτεροπώλης

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ο πωλητής φτερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερό + -πώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγ. ΒλάχουJ.