πτιλώδης

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

-ες, Ν
αυτός που μοιάζει με πτίλο ή ο πτιλωτός, ο πουπουλένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλο(ν) «πούπουλο». Η λ., στο ουδ. πτιλῶδες, μαρτυρείται από το 1860 στο Λεξικὸν Ἑλληνογαλλικόν του Αγγ. Βλάχου].