πτυχά

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

English (Slater)

πτῠχά
   a fold met. ξένον κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς (O. 1.105)
   b valley Κρισαίαις ἐνὶ πτυχαῖς (P. 6.18) Πίνδου κλεενναῖς ἐν πτυχαῖς (P. 9.15) ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη i. e. at the Isthmian Games (N. 2.21)