πτωχοπρεπής

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που ταιριάζει σε φτωχό, ταπεινός στην εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικροπρεπής].