ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
-ές, ΜΑαυτός που ταιριάζει σε φτωχό, ταπεινός στην εμφάνιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικροπρεπής].