πτωχοπρεπής

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που ταιριάζει σε φτωχό, ταπεινός στην εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικροπρεπής].