πτωχοπρόδρομος

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ως προσηγ.
1. άνθρωπος μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, παραπονιάρης, μουρμούρης, κλαψιάρης, κλαψομοίρης
2. άνθρωπος, και ιδίως λόγιος, που ασχολείται με μηδαμινά και ανάξια λόγου πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + Πρόδρομος (πρβλ. και πτωχοπροδρομισμός)].