πτωχοτροφία

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

German (Pape)

[Seite 813] ἡ, Nährung der Armen, Sp.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
η περίθαλψη των φτωχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -τροφία (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. ξενοτροφία].