πυκναραδιασμένος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αραδιασμένος με πυκνό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + αραδιασμένος (< αραδιάζω)].