γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
πυκνόκλωστος: κάλως, ὁ πυκνῶς κεκλωσμένος, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σ. 63, ἔκδ. Mil.
-ον, Μαυτός που έχει κλωστεί πυκνά, πυκνοκλωσμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κλωστός (< κλώθω)].