πυκνόκλωστος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόκλωστος: κάλως, ὁ πυκνῶς κεκλωσμένος, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σ. 63, ἔκδ. Mil.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει κλωστεί πυκνά, πυκνοκλωσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κλωστός (< κλώθω)].