πυρροποίκιλος

English (LSJ)

πυρροποίκιλον, red-spotted, of red granite, Plin.HN36.157, Tz.H.6.610.

Greek (Liddell-Scott)

πυρροποίκῐλος: -ον, ὁ πεποικιλμένος δι’ ἐρυθρῶν στιγμάτων, ἐρυθρόστικτος, ἐπὶ τοῦ γρανίτου λίθου, Τζέτζ., Πλίν. 36. 43.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ιδίως για ερυθρό γρανίτη) αυτός που έχει κόκκινα στίγματα, ερυθρόστικτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + ποικίλος «κατάστικτος, πολύχρωμος»].

German (Pape)

rötlich-bunt, bes. hieß der rote Granit so, Plin. H.N. 36.8.22.