πυρόμετρο

From LSJ

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
τεχνολ. όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση πολύ υψηλών θερμοκρασιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrometer < πυρ + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. πυρόμετρον, μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].