πόταμος

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
μεγάλος ποταμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τ. του ποταμός με αναβιβασμό του τόνου].