πόταμος
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
ο, Ν
μεγάλος ποταμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τ. του ποταμός με αναβιβασμό του τόνου].