πόταμος

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

ο, Ν
μεγάλος ποταμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τ. του ποταμός με αναβιβασμό του τόνου].