πύρεθρος

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ. το φυτό πύρεθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πύρεθρο(ν) με αλλαγή γένους].