ράχις

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

-εως, ἡ, ΜΑ
βλ. ράχη.

Mantoulidis Etymological

-εως (=ράχη). Ἀπό τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.