ρέγγα

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

και ρέγκα, η, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία του μεγάλης οικονομικής σημασίας ψαριού Chupea harengus
2. μτφ. πολύ αδύνατη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. renga].