ρέκτης
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
Greek Monolingual
ῥέκτης, ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α ῥέζω (Ι)]
δραστήριος, ενεργητικός, δημιουργικός («ἄλλως μὲν οὐκ ὄντα ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον»)
αρχ.
ιερεύς.
Mantoulidis Etymological
(=δραστήριος). Ἀπό τό ρέζω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.