ρίνισμα

Greek Monolingual

το / ῥίνισμα, ΝΜΑ ῥινίζω
το ψήγμα, το απόξεσμα που πέφτει από σκληρό σώμα, συνήθως μέταλλο, την ώρα που ρινίζεται, που αποξέεται με τη λίμα («ρινίσματα σιδήρου»)
νεοελλ.
η ενέργεια του ρινίζω, το λιμάρισμα.