λιμάρισμα

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source

Greek Monolingual

το
1. απόξεση ή λείανση με λίμα, ρίνιση
2. μτφ. φλυαρία, πολυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω, κατά τα ουσ. σε -ισμα (πρβλ. ακόνισμα)].