ρίπισις

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ίσεως, ή, Α ῥιπίζω
το να αερίζει κανείς κάτι με ριπίδιο ή με φυσερό.